Sunday 21 September 2014

Κριτική Θωμά Στραβέλη




Οι Εικαστικές Συνθέσεις του Βασίλη Καποδίστρια

                                      του Θωμά Στραβέλη
                                              συγγραφέα – πανεπιστημιακού

          Η πεποίθηση ότι η μελέτη της φύσης συμβάλλει στην πνευματική και υλική ανύψωση ενός λαού, ωθεί τον Βασίλη Καποδίστρια να μας δώσει, μέσα από τις εικονιστικές του συνθέσεις, μία φυσική περιγραφή του κόσμου, που τον περιβάλλει, νοουμένου ως σύνολο αντικειμένων, που υπάρχουν γύρω του. Ο ζωγράφος προσπαθεί να δείξει (και ν’ αναδείξει) την ταυτόχρονη δράση της τεράστιας αλυσίδας δυνάμεων, που εμψυχώνουν τη φύση. Δυνάμεων που, σύμφωνα με ορισμένους νόμους, δρουν με αρμονία και συνάφεια μεταξύ τους, παρά την άπειρη ποικιλομορφία των φαινομένων.
          Ο Βασίλης Καποδίστριας, συνθέτοντας τους πίνακές του, αντιπαραθέτει την εικαστική στην προσωπική αλήθεια, που είναι στο βάθος η συμφωνία με τη φύση, λαμβανομένη ως αντικείμενο παρατήρησης και φαντασίας. Μας δίνει μάλιστα την εντύπωση πως διακρίνει τρις μορφές αλήθειας: Αλήθεια της φαντασίας, ιδεώδης αλήθεια και αλήθεια της πρακτικής δράσης.
          Ο Βασίλης Καποδίστριας είναι ένα πλάσμα άδον, που ενώνει τη σκέψη με τη μουσική, την ύλη με το πνεύμα, τον άνθρωπο με τη φύση. Καταφεύγει στις ήρεμες και φωτεινές περιοχές της ζωγραφικής για να λύσει το αίνιγμα των μορφών και της μετουσίωσής τους σε τέχνη. Η βιωματική εμπειρία είναι ένα βαθύ ένστικτο, που παρέχει η φύση και είναι ανάλογο με το ένστικτο της υϊκής αγάπης. Είναι, τελικά, ένα φυσικό γεγονός, που αντιστοιχεί στις πρώτες αρχές της ανθρώπινης ζωής, γεμάτο πάθος και φαντασία.
          Ό,τι η αγάπη μεταμορφώνει σε τέχνη, είναι ηθικό, και οι εικονιστικές συνθέσεις του Βασίλη Καποδίστρια συμφωνούν με την ηθική πορεία τόσο της φύσης όσο και του ανθρώπου. Και όταν φύση και άνθρωπος ταυτίζονται, συνοδοιπορούν. Ψάχνοντας στη φύση, ο Βασίλης Καποδίστριας βρίσκει αυτό που αναζητάει: τη ροή των πραγμάτων, απλών κι αγαπημένων, την παμπάλαια έκσταση. Βρίσκει τον εσώψυχο άνθρωπο, την εσωτερική φύση του, μία ζωντανή αλληλουχία, σαν ένα αναπτυσσόμενο δέντρο κι όχι ένα απολιθωμένο δάσος. Στις συνθέσεις του υπάρχει ακόμη η θάλασσα, που είναι χρόνος και νερό, κι έτσι ο ζωγράφος θυμάται πως ο χρόνος είναι μια άλλη θάλασσα, που τον πλανεύει και τον πλαντάζει, κι οι μορφές της χάνονται σαν το νερό, που αποτελεί την πρώτη αιτία κι αρχή όλων των πραγμάτων. Άλλωστε, το νερό γέννησε όλα τα ζωντανά όντα. Τα πάντα οφείλονται στο νερό. Το νερό γλιστράει σαν υδράργυρος στο χέρι, ξεφεύγει απ’ τα δάχτυλα του ζωγράφου και μεταμορφώνεται σαν τον Πρωτέα, παίρνοντας μυριάδες μορφές.
          Στον πίνακά του Ταξιδεύοντας με τον Ελύτη, ο Βασίλης Καποδίστριας δείχνει να ταξιδεύει με το νερό, με την Ελλάδα και την Ελευθερία, πλάθοντας έτσι ένα χώρο φωτεινό και πνευματικό, όπου το παρελθόν και το παρόν της σπαρασσόμενης Ελλάδας υπόσχονται ν’ ανακτήσουν μιαν ηθική ενότητα. Η Ναυκρατούσα, με τη λεία επιφάνεια και το ερυθροκίτρινο χρώμα, με έντονες λεπτομερειακές γραμμές, θυμίζει κάπως τα Ναυκρατικά αγγεία, που βρέθηκαν σε ανασκαφές στη Χίο, στην Αίγινα και στη Ρόδο, αρχαία αγγεία σε σχήμα βάρκας, που πλαίει στο αιγαίο, δείχνοντας να συντρίβει τη θεία κάθετο του ήλιου. Κι ο πίνακάς του Μουράγιο μας θυμίζει το στίχο του Σεφέρη: «Σαν έδεναν τις ψαροπούλες στα μουράγια», χώροι που φέρνουν ένα φύσημα θαλασσινού αέρα στο όνειρο φυγής των στεριανών.
          Όσο για το φως, αυτό το βλέπει ως μία εσωτερική ενατένιση της φύσης, και τη βαρύτητα σαν την εξωτερική της ενατένιση. Ο Βασίλης Καποδίστριας ξέρει πως προορισμος της φύσης είναι να οικοδομεί τον υλικό κόσμο. Ξέρει ακόμα πως ψυχή του κόσμου αυτού είναι η δύναμη, που οργώνει και συνδέει μεταξύ τους τα διάφορα φυσικά φαινόμενα και τις εικόνες. Η συνθετική προσπάθεια του Βασίλη Καποδίστρια, μέσα από μία ποικιλία προσωπικών μύθων, βιωμάτων, συμβόλων και υπαρξιακών συγκρούσεων καταλήγει σ‘ ένα είδος φυσικής ανθρωπολογίας, που τον κάνει να πιστεύει πως «από’ να τίποτε γίνεται ο Παράδεισος», τον χτίζουμε με τα χρώματα που ανακαλύπτουμε στις εξοχές της ανοιχτής καρδιάς, όπου ο αθώος ουρανός γαληνεύει, κι όπου η κάθε στιγμή μοιάζει μ’ έναν πίνακα που αλλάζει χρώμα. Και, τότε, ακούγονται βαθιά τα βήματα του χρόνου, όπου κατοικούν τα μυθικά εκείνα πλάσματα που κρατούν στην αγκαλιά την αθωότητα ενός άλλου κόσμου, όπου κάνουμε ορατό το αόρατο, όπου αποκαλύπτουμε το απόκρυφο μυστήριο των κοινών πραγμάτων και ξεχωρίζουμε το ιδανικό απ’ το πραγματικό. Ο ζωγράφος Βασίλης Καποδίστριας παίζει τα χρώματα με τα δάχτυλά του, κάθε στιγμή που ζωγραφίζει με κείνον τον ιερό κόπο, πάνω στα χνάρια του αγνώστου.
          Κοιτάζοντας τους πίνακές του διαπιστώνεις ότι ο Βασίλης Καποδίστριας προσπαθεί ν’ αποδείξει ότι το χρώμα, συνδυαζόμενο στα φανταστικά τοπία, κατανεμημένα πάνω στον πίνακα με κατάλληλα υπολογισμένο ρυθμό, μπορεί να εκφράσει όλων των ειδών ιδέες και συναισθήματα. Το χρώμα, πιστεύει, είναι η βάση ολόκληρου του έργου του. Σκοπός του ζωγράφου είναι να το απελευθερώσει ολοκληρωτικά, διότι του αποδίδει μία ουσιαστικά βαθύτερη αξία. Με τον τρόπο αυτό, κάθε χρώμα περιέχει μέσα του μία ψυχική σημασία: το κίτρινο, ας πούμε, εκφράζει μία εντελώς γήϊνη έξαρση ενέργειας, ενώ το μπλε θυμίζει την καθαρότητα των βυθών. Κι ο Βασίλης Καποδίστριας ζωγραφίζει τον κόσμο με εκπληκτικό αίσθημα χρώματος και γίνεται η χαρά της φύσης.

Friday 19 September 2014

Κριτική Θωμά Στραβέλη

Ο Βασίλης Καποδίστριας
και οι Εικονιστικές του Συνθέσεις



                                      του Θωμά Στραβέλη
                                              συγγραφέα – πανεπιστημιακού

          Για να συλλάβουμε την ατομική ουσία ενός έργου τέχνης, η προσοχή μας πρέπει να συγκεντρώνεται όχι τόσο στο θέμα όσο στον τρόπο, με τον οποίο αποδίδεται αυτή η ουσία. Κι όχι τόσο στο πρόσωπο του καλλιτέχνη, όσο στο έργο που συνθέτει. Έτσι, η τέχνη βρίσκει τη μοναδική της δικαίωση στην αξιοποίηση της αλήθειας που αποκαλύπτει.
          Κοιτάζοντας τις εικονιστικές συνθέσεις τού Βασίλη Καποδίστρια, ανακαλύπτεις ότι η προσωπικότητα του καλλιτέχνη εξαφανίζεται ταπεινά μέσα στην κάθε σύνθεσή του, αφού καθετί (που μέσα  σ’ αυτή ξεπερνά την απλή χειρονακτική εργασία) εκπορεύεται, τόσο από την τέχνη, που υπηρετεί ο καλλιτέχνης, όσο κι από την πίστη του σ’ αυτή.
          Ο Βασίλης Καποδίστριας είναι το δεξί χέρι της Φύσης. Με την ευαισθησία και τη φαντασία που τον διακρίνει, αφού ανακαλύψει το καλλιτεχνικό του όραμα, προσπαθεί μετά να μεταμορφώσει την άμεση εντύπωση σε αναλυτική και λογική γνώση.
          Ο Βασίλης Καποδίστριας προτιμάει μία ζωγραφική, όπου επικρατεί το πλούσιο χρώμα, σε άπειρους τόνους, αλλά αρμονικά δεμένους. Ένα χρώμα στο οποίο, κατά την άποψή του, πρέπει να προσαρμόζεται το θέμα, να μην είναι άκαμπτο και ψυχρό, αλλά ζωντανό και γεμάτο πάθος. Με τον τρόπο αυτό, η φαντασία δημιουργεί έναν νέο κόσμο χρησιμοποιώντας τον κόσμο της φύσης κι ένα λεξικό μεταφορών κι αναλογιών. Δύο πράγματα, κατά τον Βασίλη Καποδίστρια, έχουν ζωτική σημασία για τη ζωγραφική: η σύνθεση και η ανάμιξη των χρωμάτων. Και τούτο γιατί ο ζωγράφος, υποσυνείδητα, στη θέα των χρωμάτων, αποδίδει τη σημασία μιας μυστικιστικής θεώρησης του κόσμου, ενώ, παράλληλα, παίζει ένα αισθητικό παιχνίδι σ’ όλες τις ζωγραφικές του αποτυπώσεις, που περιέχουν, πάντοτε, κάποιο ανθρώπινο ή φυσικό, κυρίως, στοιχείο. Έτσι, πλησιάζοντας τους πίνακές του νιώθεις ότι οι ψυχές έχουν πάνω τους χρώματα κάθε λογής: «Εκείνο το σκούρο χρώμα είναι της φιλαργυρίας και της πλεονεξίας. Το άλλο, το κόκκινο σαν αίμα και φωτιά, είναι της ωμότητας και της σκληρότητας. Όπου υπάρχει γαλαζωπό, από κει έχει σβηστεί η έκλυση των ηθών. Η κακότητα κι ο φθόνος αφήνουν, κάτω απ’ την επιφάνεια, όπως οι σουπιές, εκείνο το μελανό το μωβ». Κι όλα τα χρώματα, θαρρείς πως σκοτεινιάζουν, εκτός απ’ το λευκό!
          Ο Βασίλης Καποδίστριας πλουτίζει τη ζωγραφική μ’ ένα μαγικό είδος γνώσης, που υπερβαίνει τον τομέα της λογικής κι έρχεται σ’ επαφή με μία στερεά πραγματικότητα υπερφυσικής ευταξίας (Βλέπε το έργο του με τον ομώνυμο τίτλο, που περιλαμβάνεται στις Βιωματικές του Αποτυπώσεις). Ο θαυμασμός του για τον Ελύτη και τα κολάζ που μας έδωσε, τον οδηγεί στη διαπίστωση ότι πραγματοποιεί κι ο ίδιος το δικό του εικονιστικό ιδεώδες (Βλέπε τη σύνθεσή του με τίτλο Ελυτοδρόμιο, στον ίδιο κατάλογο έργων). Όπως κι ο Ελύτης,  Ο Βασίλης Καποδίστριας πιστεύει ότι ο χρόνος είναι γρήγορος ήσκιος πουλιών, γι αυτό κρατάει τα μάτια του ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του, νιώθοντας την ανάγκη να μετατρέπεται ο ίδιος κάθε στιγμή σε εικόνα. Αλλά ο ζωγράφος του Ελυτοδρόμιου δεν αρκείται σ’ αυτό. Από μόνη της η εικόνα δεν του αρκεί. Πρέπει να κατορθώσει απ’ την εικόνα να γεννήσει την υποβαλλόμενη ιδέα, κι έτσι να μεταμορφώσει την πραγματικότητα με τον κόσμο της καρδιάς του. Ο πίνακάς του με τίτλο Το Πλοίο Ατλαντίς, ένα θέμα της παγκόσμιας πια τέχνης και λογοτεχνίας, μας θυμίζει μία από τις εικονιστικές συνθέσεις του Ελύτη, το Λιμάνι, γεμάτο από πολύχρωμες αγκυροβολημένες βάρκες, που μας δίνουν την αίσθηση ενός χρόνου, που είναι αιώνια παρών, μία αρμονική σύζευξη της γης, τ’ ουρανού και της θάλασσας, που στην Ελλάδα γίνονται ένα. Η Ατλαντίς, βέβαια, φέρνει στο νου μας το δράμα της έλλειψης πνευματικής ισορροπίας και ικανότητας του σύγχρονου ανθρώπου στην αντιμετώπιση της ζωής.
          Όλα τα φαινόμενα, αλλά κι όλες οι εικόνες, είτε είναι απεργάσματα του ανθρώπινου νου, είτε της φύσης, αποτελούν, κατά τον ζωγράφο, απλές ενσαρκώσεις της αιωνιότητας. Αποστρέφοντας το πρόσωπό του από τα ιεραρχικά και ιδεολογικά συστήματα, που προσπαθούν ν’ αξιολογήσουν και να κατηγοριοποιήσουν τα πράγματα, να τα αποσυνθέσουν, ή να τα μετατρέψουν σε αφηρημένες έννοιες, ο Βασίλης Καποδίστριας πιστεύει πως ακόμα και το πιο καταφρονεμένο πράγμα, το πιο ασήμαντο, το πιο αντιθετικό, ακόμα και το παραμικρότερο μόριο, έχει τη δική του αξία. Σαν ένα από τα αναρίθμητα ιερά κύτταρα, που αποτελούν το σώμα του Θεού, δίχως τα οποία δε θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί την αιωνιότητα. Μ’ ένα σταθερό, επίμονο και μονότονο ζήλο, ο ζωγράφος βάζει το ένα αντικείμενο αντιμέτωπο του άλλου (ένα βότσαλο, μία βάρκα, μία άγκυρα, έναν χαρταετό, ένα καρφί, ένα ζάρι, ένα αυγό, ένα σχοινί), προσπαθώντας έτσι να διατηρήσει την ατομική μορφή, το μέγεθος, το βάρος ή τον τόνο. Σαν κόκκοι της άμμου, που από τη βαρύτητα σμίγουν  ο ένας με τον άλλο. Έτσι, η εικόνα δομείται αρμονικά με μία άλλη, και το «θέμα», αν (και όταν) υπάρχει, παίζει δευτερεύοντα ρόλο, υποταγμένο, καθώς είναι, στην ανόθευτη απόλαυση των αισθητικών κανόνων και των αισθήσεων. Για τον  Βασίλη Καποδίστρια, ό,τι είναι φυσικό είναι ιερό, και οι αισθήσεις αποτελούν τις αγιασμένες θύρες ενός επίγειου (ή ουράνιου) παραδείσου.

          Στη γη κολλάει το αυτί ο ζωγράφος, ακούγοντας βαθιά τους σπόρους να παλεύουν με το χώμα και το χρώμα.  Το χώμα από κάτω ίσως νά’ ναι θειούχο και να τρέχουν νερά ανάμικτα με άλλα μέταλλα. Κι η συννεφιά από πάνω, χλωμή σα θειάφι, θαμπώνει το χώμα. Κι οι σπόροι αρχίζουν να βογκούν ζητώντας του ελευθερία. Ένας σπόρος μικρός κι ο Βασίλης Καποδίστριας, που μάχεται ν’ ανασηκώσει τη γη με τους  πίνακές του. Θέλει να καθαρίσει από το σκουλήκι η ψυχή του ανθρώπου, να γίνει όλο μετάξι με χρώμα λαμπερό. Και πλέκει, πλέκει το κουκούλι της (η ψυχή) στον αδειανόν αέρα. Τα μάτια του στρέφει ο ζωγράφος να ξεχωρίσει το θαύμα τούτο, και το χρώμα να συλλάβει. Και δουλεύοντάς το κι αναμιγνύοντάς το μ’ άλλα χρώματα, που του δίνει η γη, ντύνει βασιλικά τους πίνακές του, με δάχτυλα που στάζουν πηχτό το μόσχο της ζωής. Κι ο κόσμος λάμπει σα ρόδο!